νταρί

νταρί
το
κοινή ονομασία τού φυτού σόργο και ιδίως τού καρπού του, ο οποίος χρησιμοποιείται ως τροφή οικιακών ωδικών ή άλλων πτηνών, αλλ. λιανοκαλάμποκο, σκούπα, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dari].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”